μεσοφόρι

μεσοφόρι
μεσοφούστανο τό комбинация (женское бельё)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεσοφόρι" в других словарях:

  • μεσοφόρι — και μισοφόρι, το ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο φόρι(ο)ν, υποκορ. τού ουδ. μεσό φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και… …   Dictionary of Greek

  • μεσοφόρι — το ιού, γυναικείο εσωτερικό φόρεμα, το κομπινεζόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βελέσι — το 1. γυναικείο μεσοφόρι (από τη μέση ως τους αστραγάλους) συνήθως βαμβακερό 2. εξωτερικό, επίσημο γυναικείο ένδυμα (από τη μέση ως τους αστραγάλους) 3. φρ. «σέρνεται απ το βελέσι της» η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.)… …   Dictionary of Greek

  • εσωτέριον — ἐσωτέριον, τὸ (Α) [εσώτερος] το εσωτερικό ένδυμα, το μεσοφόρι …   Dictionary of Greek

  • εσωφόρι — και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν) εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + φόρι( ον) < φορώ πρβλ. πανω φόρι( ον)] …   Dictionary of Greek

  • κουτνίν — και κοτνί, τὸ (Μ) 1. βαμβακερό ύφασμα, ατλάζι 2. συνεκδ. μεσοφόρι, αντερί από ατλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kutnu] …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοφούστανο — το το μεσοφόρι …   Dictionary of Greek

  • μισοφούστανο — το το μεσοφόρι …   Dictionary of Greek

  • μισοφόρι — το βλ. μεσοφόρι …   Dictionary of Greek

  • σινδών — όνος, ἡ και ὁ, ΜΑ 1. λεπτό λινό ύφασμα 2. σεντόνι κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σημιτικό δάνειο που συνδέται με ακκαδ. saddinu / sattinu και εβρ. sādīn «λινό μεσοφόρι, είδος πουκάμισου», παρά τον δυσερμήνευτο φωνηεντισμό ι και την εμφάνιση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»